σμιγαδοκαλλιέργεια

σμιγαδοκαλλιέργεια
η, Ν
η σύγχρονη σπορά και καλλιέργεια μίγματος σίτου και κριθής ή σίτου και σίκαλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σμιγάδι + καλλιέργεια].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”